Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

necessary stool


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο necessary παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: stool
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
necessary adj (required, essential)απαραίτητος, αναγκαίος επίθ
  πρέπει ρ απρ
  (επίσημο)απαιτείται ρ απρ
 It is necessary that you fill in this form first.
 Είναι απαραίτητο να συμπληρώσετε πρώτα αυτήν τη φόρμα.
 Πρέπει (or: Απαιτείται) να συμπληρώσετε πρώτα αυτήν τη φόρμα.
necessary adj (logically inevitable)απαραίτητος, αναγκαίος επίθ
  πρέπει ρ απρ
  (επίσημο)απαιτείται ρ απρ
 If you sell your house, it will be necessary to find somewhere else to live.
 Αν πουλήσεις το σπίτι, θα πρέπει να βρεις κάπου αλλού να μείνεις.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
necessary n rare (necessity)απαραίτητα επίθ ως ουσ ουδ πλ
 We have all the necessaries for the journey.
 Έχουμε όλα τα απαραίτητα για το ταξίδι.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
as necessary adv (according to what is needed)όπως πρέπει, ότι είναι αναγκαίο έκφρ
Σχόλιο: η ακριβής μετάφραση εξαρτάται από το περιεχόμενο της πρότασης
 Apply the ointment to the wound as necessary.
if necessary adv (if required, if needed)αν χρειαστεί περίφρ
  αν είναι ανάγκη, αν είναι απαραίτητο περίφρ
  (επίσημο)αν παραστεί ανάγκη περίφρ
 I'm ready to stay late if necessary.
it is necessary (it is essential or required)είναι απαραίτητο έκφρ
 I could buy tickets in advance, but I don't think it is necessary.
it is necessary to (it is required or essential for one to)είναι απαραίτητο να έκφρ
 It is necessary to buy your tickets in advance.
necessary condition n (prerequisite)απαραίτητη προϋπόθεση ουσ θηλ
 The presence of oxygen is a necessary condition to support human life.
necessary evil n (something bad but unavoidable)αναγκαίο κακό επίθ + ουσ ουδ
only when necessary adv (strictly as required)μόνο αν είναι απαραίτητο έκφρ
 You must take the pain killers only when necessary.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση necessary stool στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «necessary stool».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!